πολύμικτος

πολύμικτος
-ον, Α
ο πολυμιγής*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + μικτός (< μ[ε]ίγνυμι), πρβλ. πάμ-μικτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πολύμικτος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύμικτον — πολύμικτος masc/fem acc sg πολύμικτος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυμίκτῳ — πολύμικτος masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύμικτε — πολύμικτος masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυμιξία — η, ΝΜΑ [πολύμικτος] νεοελλ. γένος ακανθοπτερύγιων βερυκόμορφων ιχθύων που απαντά στις τροπικές και εύκρατες περιοχές τού Ατλαντικού και τού Ειρηνικού Ωκεανού μσν. 1. πολυγαμία 2. κακοφωνία από πολλές φωνές μσν. αρχ. 1. πολυμιγία*, ανάμιξη… …   Dictionary of Greek

  • ԲԱԶՄԱԽԱՌՆ — ( ) NBH 1 405 Chronological Sequence: Early classical, 10c ա. πολυμιγής, πολύμικτος e multis mistus, permixtus Ի բազում իրաց կամ ʼի նիւթոց խառնեալ. խառնակ. *Զպատկերն բազմախառն յազգի ազգի նիւթոց մեկնէր. Սեբեր. ՟Գ: *Տեսութիւն անհեթեթ պատկերին… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”